- στερεούς
- στερεόςfirmmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροδεσία — και σιά, η [ακρόδετος] 1. το να είναι κάτι δεμένο στις άκρες του ή από τις άκρες του 2. Ναυτ. η ακροδέτηση 3. το «δέσιμο» ενός οικοδομήματος με μεγάλους και στερεούς λίθους στις γωνίες τών θεμελίων του … Dictionary of Greek
βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… … Dictionary of Greek
εΰβροχος — ἐΰβροχος, ον (Α) (για κυνηγετικό δίχτυ) αυτός που έχει πολλούς και στερεούς βρόχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρόχος] … Dictionary of Greek
κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… … Dictionary of Greek
οζοκηρίτης — Ορυκτό, βιτουμινούχο, της ομάδας των ναφθίδιων, που στην εμφάνιση είναι όμοιο με τον κηρό των μελισσών. Μεγάλα συσσωματώματα του ορυκτού αυτού σχηματίζουν το πέτρωμα που είναι γνωστό ως κηρός. Ο ο. ποικίλλει σε χρώμα από ανοιχτό πράσινο και… … Dictionary of Greek
σκούπα — η, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία τού φυτού Sorghum scoparium τού γένους σόργο, αλλ. σκουπόχορτο 2. εργαλείο ή συσκευή για την απομάκρυνση τής σκόνης και τών απορριμμάτων, το σάρωθρο 3. φρ. α) «ηλεκτρική σκούπα» τεχνολ. οικιακή ηλεκτρική συσκευή που… … Dictionary of Greek
στερρόπυργος — ον, Μ αυτός που έχει στερεούς, γερούς πύργους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός άλλος τ. τού στερεός + πύργος (πρβλ. καλλί πυργος, πολύ πυργος)] … Dictionary of Greek
χύμα — ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Α νεοελλ. 1. (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν είναι συσκευασμένος (α. «πουλάει χύμα κρασί» β. «αγόρασα ρύζι χύμα») 2. (ως επίρρ.) ανάκατα, σωρηδόν («τοποθέτησε όλο το φορτίο χύμα») 3. η… … Dictionary of Greek
πυκνωτής ηλεκτρικός — Ηλεκτρική συσκευή που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη υψηλής ηλεκτρικής χωρητικότητας. Αποτελείται από δύο αγωγούς υπό μορφή είτε λεπτών πλακών με διάφορα σχήματα είτε δύο ομοαξονικών κυλίνδρων ή δύο αγώγιμων φύλλων, τα οποία είναι τοποθετημένα το… … Dictionary of Greek
Χάμπερ, Φριτς — (Haber, Μπρεσλάου 1868 – Βασιλεία 1934). Γερμανός χημικός. Δίδαξε χημεία και φυσική στο Μόναχο· το 1911 διορίστηκε διευθυντής του Kaiser Wilhelm Institut (που σήμερα ονομάζεται, προς τιμήν του, Fritz Haber Institut), στο ινστιτούτο φυσικής… … Dictionary of Greek